- σιδηρόδετος
- -η, -οενισχυμένος με σίδηρο: Όλες οι μεγάλες οικοδομές είναι σιδηρόδετες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιδηρόδετος — iron bound masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρόδετος — η, ο / σιδηρόδετος, ον, ΝΜΑ σιδερόδετος μσν. σιδηροδέσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό δετος] … Dictionary of Greek
σιδηρόδετον — σιδηρόδετος iron bound masc/fem acc sg σιδηρόδετος iron bound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτοις — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτοισι — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτου — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτους — σιδηρόδετος iron bound masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτων — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροδέτῳ — σιδηρόδετος iron bound masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρόδετα — σιδηρόδετος iron bound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)